λαγκία

λαγκία
λαγκία, ἡ (AM)
μσν.
1. λόγχη
2. χτύπημα με λόγχη
αρχ.
ως επίθ. (για λόγχη) πλατιά («προβάλλονται δὲ λόγχας, ἅς ἐκεῑνοι λαγκίας, πηχυαίας τῷ μήκει τοῡ σιδήρου, καὶ ἔτι μείζω τὰ ἐπιθήματα ἐχούσας», Διόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. lancea «λόγχη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • λαγκία — λαγκίᾱ , λαγκία lancea fem nom/voc/acc dual λαγκίᾱ , λαγκία lancea fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγκίᾳ — λαγκίᾱͅ , λαγκία lancea fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγκίας — λαγκίᾱς , λαγκία lancea fem acc pl λαγκίᾱς , λαγκία lancea fem gen sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγκίαν — λαγκίᾱν , λαγκία lancea fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • λαγκιάριος — λαγκιάριος, ὁ (AM) [λαγκία] οπλισμένος με λαγκία, με πλατιά λόγχη, λογχοφόρος …   Dictionary of Greek

  • λαγκίδιον — λαγκίδιον, τὸ (Μ) [λαγκία] μικρό δόρυ …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”